Ευθύνες από ΔΝΤ στις ελληνικές τράπεζες

Η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, μπορεί να είναι σκληρή, αλλά λέει κάποιες αλήθειες. Λέει ουσιαστικά ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έκαναν όσα έπρεπε, αλλά κυρίως όταν έπρεπε, για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, μετέθεταν τα χειρότερα στους επόμενους για να μην επωμιστούν το πολιτικό κόστος, με αποτέλεσμα να φουσκώνει ο λογαριασμός και να πρέπει ο Έλληνας φορολογούμενος να πληρώσει ακόμη περισσότερα.

Αλλά το ΔΝΤ υπογραμμίζει και τις ευθύνες των ελληνικών τραπεζών. Όπως λέει, παρά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις από το 2010 και την μαζική στήριξη σε ρευστότητα από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα ακόμη δεν έχει επανέλθει και τα capital controls παραμένουν. Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει αδύναμη, καθώς κατά το ήμισυ προέρχονται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs), γεγονός που θα μπορούσε να επιβαρύνει με πρόσθετες υποχρεώσεις το κράτος. Επιπρόσθετα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να αυξάνονται τα τελευταία χρόνια και βρίσκονται στα δεύτερα υψηλότερα επίπεδα της ευρωζώνης, μετά την Κύπρο.

Τέλος, παραμένουν οι ανησυχίες για την εταιρική διακυβέρνηση, καθώς οι πρόσφατες προσπάθειες να απομονωθεί το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από πολιτικές παρεμβάσεις δεν έδωσαν αποτέλεσμα, η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση από τον ESM δεν κατέστη διαθέσιμη το 2015 και η πρόσφατη νομοθεσία για την απαίτηση αυστηρότερων κριτηρίων εκλογής στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί πλήρως. Οι ελληνικές τράπεζες, αναφέρει το ΔΝΤ, έχασαν το 27% των καταθέσεών τους το πρώτο εξάμηνο του 2015 και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα capital controls και στην βοήθεια ρευστότητας από τον ELA.  Έκτοτε, οι καταθέσεις έχουν σταθεροποιηθεί και οι τράπεζες έχουν μειώσει την εξάρτησή τους από τον δανεισμό της κεντρικής τράπεζας.

Ο τραπεζικός τομέας χρειάστηκε ένα φρέσκο γύρο ανακεφαλαιοποίησης το 2015 (15 δισ. ευρώ ή 8,5% του ΑΕΠ) ώστε ο δείκτης βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET 1) να βρεθεί από το 8% στα μέσα του 2015 σε περίπου 18% στα τέλη Σεπτεμβρίου 2016. Τα «κόκκινα» δάνεια έφτασαν το 45% του συνόλου των δανείων το τρίτο τρίμηνο 2016, περίπου τέσσερις φορές υψηλότερα από τα επίπεδα του 2010. Οι προβλέψεις βρίσκονται στο 50% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όσο για την πιστωτική επέκταση, συνέχισε να συρρικνώνεται το 2016, φέρνοντας το συνολικό ποσοστό μείωσης στο 20% από το 2010. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι χρειάζεται αποφασιστική δράση για να διορθωθούν οι ισολογισμοί τραπεζών και επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή σε διατηρήσιμη πιστωτική αύξηση. Χωρίς τη γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να δανείσουν υγιείς επιχειρήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Ομοίως, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα πρέπει να ενδυναμώσουν τους ισολογισμούς τους ώστε να μπορούν να δανειστούν και να επενδύσουν ξανά. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές πρέπει να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ενθαρρύνουν τις αναδιαρθρώσεις χρεών, κινούμενες σε τρεις άξονες:

Α. Το νομοθετικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης χρεών. Μια αποτελεσματική διαδικασία επιβολής αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για τη διαπραγμάτευση των λύσεων αναδιάρθρωσης και την αποκατάσταση κουλτούρας πληρωμής, η οποία έχει υποστεί σοβαρή διάβρωση. Για το σκοπό αυτό, οι αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η πρόσφατη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας θα καταστεί πλήρως λειτουργική, μεταξύ άλλων με τη θέσπιση του επαγγέλματος του συνδίκου πτώχευσης και τη διευκόλυνση των πλειστηριασμών. Δεδομένων των αδυναμιών του δικαστικού συστήματος, από μόνο του το επίσημο σύστημα αφερεγγυότητας και μόνο είναι μάλλον ανεπαρκές για να ασχοληθεί με το τεράστιο πρόβλημα της υπερχρέωσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Οι αρχές θα πρέπει ως εκ τούτου να αναδιοργανώσουν το πλαίσιο εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης χρέους, τόσο ιδιωτικού όσο και δημόσιου, και να προβλέψουν τη δυνατότητα διαγραφής χρεών βιώσιμων οφειλετών, αναλόγως της πραγματικής τους δυνατότητας αποπληρωμής. Γενικευμένες ρυθμίσεις πρέπει να αποφευχθούν, καθώς ενθαρρύνουν τον ηθικό κίνδυνο και δεν προσφέρουν αποτελεσματικές και βιώσιμες λύσεις που αποκαθιστούν τη βιωσιμότητα του οφειλέτη.

Β. Το πλαίσιο εποπτείας των NPLs. Ακόμη και αν όλα τα προαναφερόμενα θεσμικά εργαλεία είναι διαθέσιμα, οι τράπεζες χρειάζονται ακόμη κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν πλήρως. Η ΤτΕ σε συνεργασία με τον SSM θα πρέπει να θέσουν ένα πλήρως λειτουργικό πλαίσιο στόχων για τα NPLs και να παρακολουθούν τη στρατηγική και τις επιδόσεις των τραπεζών έναντι των στόχων αυτών, όπως έγινε στην Ιρλανδία και την Κύπρο. Οι παρόντες στόχοι των τραπεζών προβλέπουν  συνολική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 48%, 42% και 34% το 2017, 2018 και 2019 αντιστοίχως. Αυτή η οπισθοβαρής μείωση των NPLs δεν φαίνεται συνεπής με τις φιλόδοξες προβλέψεις των ελληνικών αρχών για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις και μάλλον απαιτείται ένα πιο γενναίο ξεκαθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών. Για το λόγο αυτό, η ΤΤΕ και ο SSM πρέπει να επανεξετάσουν τις στρατηγικές και τους στόχους των τραπεζών ώστε να διασφαλίσουν ότι είναι αξιόπιστοι και αρκούντως φιλόδοξοι. Οι στρατηγικές των τραπεζών θα πρέπει να εστιάζουν σε βιώσιμες μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις αντί των μέχρι τώρα βραχυπρόθεσμων, καθώς και στην ενδυνάμωση της λειτουργικής δυνατότητας των τραπεζών να χειριστούν αποφασιστικά τα κόκκινα δάνεια.

Γ. Κεφαλαιοποίηση. Τα μέτρα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα στοιχίσουν πιθανά στις τράπεζες σε επίπεδο κεφαλαίων. Η πρόσφατη απελευθέρωση των πωλήσεων κόκκινων δανείων θα παρέχει ένα πρώτο δείγμα επ΄αυτού. Οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν εν προκειμένω ότι τα κεφάλαια των τραπεζών παραμένουν επαρκή  μεσοπρόθεσμα, εξυπηρετώντας μείωση των κόκκινων δανείων. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα πρέπει συνδυαστικά με τη μείωση των NPLs, να υπάρξουν επίσης πολιτικές που να διασφαλίζουν νέες πιστώσεις στην Οικονομία και να αναπτύξουν στρατηγικές που θα επιτρέπουν στις αποταμιεύσεις να διοχετεύονται σε πιο παραγωγικές χρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενδυναμώσουν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (μητρώο πιστωτών, μητρώο συναλλαγών σε ακίνητα) και να δώσουν κίνητρα στις τράπεζες να υιοθετήσουν σύγχρονες πρακτικές αντιμετώπισης του πιστωτικού. Οι ιδιωτικές λύσεις πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι των δημόσιων, καθώς μπορούν να ευθυγραμμιστούν ευκολότερα με τις ανάγκες των δανειστών και των δανειζομένων. Ωστόσο, πρέπει να υπάρξει μέριμνα για επαρκή προστασία και των καταναλωτών.

Δ. Η εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών πρέπει να ενισχυθεί. Η διασφάλιση ότι οι αποφάσεις για χορήγηση δανείων και για αναδιαρθρώσεις χρεών λαμβάνονται με κριτήρια αγοράς και χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις,  αποτελεί κλειδί για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών και την επιτυχή οικονομική ανάκαμψη. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές θα πρέπει να εφαρμόσουν πλήρως τα σχέδια για την ανασύσταση των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών στη βάση των αυστηρότερων κριτηρίων εκλογής και συνετών εσωτερικών πρακτικών που θα κινούνται ένα βήμα παραπάνω από τα κριτήρια που ορίζει SSM, έτσι ώστε να «ξεριζωθούν» οι δεσμοί μεταξύ ελληνικών τραπεζών, πολιτικών και ισχυρών κατεστημένων. Μεσοπρόθεσμα, οι αρχές θα πρέπει να διαθέσουν το ποσοστό του δημοσίου στις ελληνικές τράπεζες σε έγκριτα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ώστε να επωφεληθούν από τη διεθνή τραπεζική εμπειρία και να ελαχιστοποιήσουν τις συναφείς υποχρεώσεις του κράτους.

Ε. Τα capital controls πρέπει να ελαχιστοποιηθούν τόσο σύντομα όσο είναι συνετό για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί εμποδίζουν την οικονομική δραστηριότητα , ιδίως τις εξαγωγές  και εισαγωγές και καθιστούν δύσκολη την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Παρότι οι αρχές έλαβαν πρόσφατα μέτρα χαλάρωσης των περιορισμών, παραμένουν ειδικά τρεις συναλλαγματικοί περιορισμοί  των οποίων η ταχύτερη δυνατή άρση θα διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Οι αρχές θα πρέπει να καταρτίσουν οδικό χάρτη εξόδου από τα capital controls, λαμβάνοντας υπόψη την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, την επιστροφή καταθέσεων και την ομαλοποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης και την πρόοδο στη μείωση των NPLs. Βασικές κινήσεις ελάφρυνσης των περιορισμών θα πρέπει να αφορούν τις εσωτερικές μεταφορές κεφαλαίων, τις αναλήψεις μετρητών και τη σταδιακή διευκόλυνση των διασυνοριακών συναλλαγών. Η ΤτΕ και η ΕΚΤ θα πρέπει να βοηθήσουν τις τράπεζες παρέχοντας επαρκή ρευστότητα στο ενδεχόμενο αυξημένων εκροών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας για αργότερη αποπληρωμή του ELA.

Όλα αυτά δεν είναι απλά σκληρές διαπιστώσεις του ΔΝΤ εις βάρος των δανειοληπτών. Το ΔΝΤ λέει ουσιαστικά ότι οι ελληνικές τράπεζες απέτυχαν από εμμονή και μόνο να διαχειριστούν και να ρυθμίσουν τα κόκκινα δάνεια με τέτοιο τρόπο και με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις που να επιτρέπουν στους δανειολήπτες να τα εξυπηρετούν και να συνεχίσουν να τα πληρώνουν, οπότε και δεν θα εμφανίζονταν στους ισολογισμούς των τραπεζών ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αν’ αυτού, οι τράπεζες κυνηγούσαν και συνεχίζουν να κυνηγούν τους δανειολήπτες με πλειστηριασμούς, κατασχέσεις, παράλογες ρυθμίσεις και πώληση των κόκκινων δανείων σε εξευτελιστικές τιμές. Δεν έδρασαν οι τράπεζες όπως έπρεπε, όταν έπρεπε, με αποτέλεσμα τα κόκκινα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί μόνο για έναν χρόνο, να ξανακοκκινίζουν μόλις λήξη με βραχυπρόθεσμη ρύθμιση.

Και έφτασε ο κόμπος στο χτένι.

Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν περί τα 10 δισ. ευρώ (περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της χώρας το έτος 2016) για πιθανή πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση από το 2018, εκτιμά το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την Ελλάδα. Οπότε, συστήνει γρήγορη και ουσιαστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να καταστεί εφικτή η πιστωτική επέκταση και η ανάκαμψη της Οικονομίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ζητά επιπλέον προσπάθειες για την ολοκλήρωση και την πλήρη εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για τις αναδιαρθρώσεις δανείων και την ενίσχυση εποπτικών εργαλείων. Παράλληλα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι πρέπει να ενδυναμωθεί περαιτέρω η εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών και τα ελαχιστοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τηρουμένης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Την αλήθεια λέει λοιπόν το ΔΝΤ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των μέχρι τώρα κινήσεων των κυβερνήσεων με την υπερφορολόγηση και της ΤτΕ που κλείνουν τα μάτια μπροστά στα εγκλήματα των τραπεζών απέναντι στους δανειολήπτες.