Γιατί άραγε δεν δημιουργήθηκε μία “bad bank” ;

Κύμα αντικρουόμενων δηλώσεων για το ποιος έχει την ευθύνη σχεδιασμού της διαχείρισης «κόκκινων δανείων». Άλλα σχεδίασαν και παρουσίασαν σε πρώτη φάση –με καθυστέρηση ετών- οι τράπεζες και η Κυβέρνηση. Άλλα ισχυρίσθηκε πρόσφατα ο Junker, τονίζοντας πως «η απόφαση για πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ξένα funds ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση». Άλλα πάλι εφαρμόζει το δημόσιο προχωρώντας σε πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας με …κώδικα διαδικασιών, αλλά χωρίς …δεοντολογία, προκαλώντας αγανάκτηση και οργή στην κοινωνία.

Δανειολήπτες κάθε κατηγορίας, οι περισσότεροι των οποίων από θέση αδυναμίας παρακολουθούν ένα «θέατρο του παραλόγου» να εκτυλίσσεται γύρω από το βιός τους, περιμένουν την οριοθέτηση κανόνων δίκαιης και ίσης αντιμετώπισης από ένα σύστημα που –όπως φαίνεται – δεν έχει τα αντανακλαστικά να λειτουργήσει σε αυτό το πνεύμα. Ένα σύστημα που έδωσε περισσότερα δικαιώματα στα ξέναfunds αφαιρώντας τα από τους ίδιους τους δανειολήπτες. Ίσως σε πνεύμα απεμπόλησης ευθυνών που θεωρητικά θα πάψουν να υφίστανται μετά την πώληση των δανείων. Γιατί άραγε δεν δημιουργήθηκε μία “bad bank” κατά τα πρότυπα της Ιρλανδίας εδώ και χρόνια; Ποιο το νόημα των πρόσφατων σχολίων του κου Στουρνάρα στην Βουλή περί του τρόπου χειρισμού της τραπεζικής κρίσης από τον προκάτοχό του; Γιατί ενώ θα ήταν δυνατόν –κάτω από προϋποθέσεις- η αποφυγή της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης, οι καθυστερήσεις ως προς την εφαρμογή πολιτικής έχουν θέσει τις τράπεζες σε κρίσιμο λειτουργικό μεταίχμιο; Σε τελική ανάλυση  όμως, μήπως αυτή η σημερινή προβληματική κατάσταση των τραπεζών δίνει κάποια «δύναμη» σε κάποιες κατηγορίες δανειοληπτών;

Ανεξάρτητα από την κατηγορία του δανειολήπτη, αποτελεί αξιοπερίεργο γεγονός η απαίτηση ύπαρξης «κώδικα δεοντολογίας» για τον χειρισμό των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες, που όμως χωρίς την ύπαρξή του κατά το παρελθόν δάνειζαν με βάση τα… εσωτερικά κριτήρια κάθε μίας.

Σίγουρα δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει αρνητικούς συνειρμούς στους δανειολήπτες επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες και πολίτες με κάθε μορφής δάνεια, που εν μέσω κρίσης αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιζητώντας ρύθμιση από τις τράπεζες που μέχρι σήμερα δεν επεδείκνυαν την «βούληση» με το πρόσχημα- ίσως- ότι δεν υφίστατο ο περιβόητος πλέον «κώδικας». Όχι τιμής αλλά δεοντολογίας. Και ο χρόνος περνάει και η εικόνα των τραπεζών επιβαρύνεται.

Με αυτές τι σκέψεις και τον νέο «κώδικα» σε ισχύ, ίσως είναι η πρώτη φορά που ο δανειολήπτης έχει την δυνατότητα από διαφορετική θέση –όχι απαραίτητα ισχύος- να οδηγήσει την τράπεζα σε συμφωνία που θα αποκαθιστούσε την βιωσιμότητα του δανείου του. Οι εκτιμήσεις βέβαια πως άνω του 60% των επιχειρηματικών δανείων είναι μη βιώσιμα δεν προσδίδουν ιδιαίτερη ευελιξία στο σύστημα. Ειδικά όταν προ πολλού έχει απορριφθεί –για ποιους λόγους άραγε- το μοντέλο δημιουργίας «Bad Bank» για όλα τα κόκκινα δάνεια, προκειμένου οι τράπεζες απεγκλωβισμένες να μπορέσουν να ανασυνταχθούν ταχύτερα.

Κατ επέκταση, δεν είναι ορατός ο τρόπος με τον οποίο, στην παρούσα συγκυρία, θα επιτευχθεί ο στόχος του SSM για μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών κατά 40δις μέχρι το 2019.

Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως από την έναρξη της κρίσης το 2010, οι τράπεζες είτε μη αντιλαμβανόμενες το μέγεθος του προβλήματος, είτε μη επιθυμώντας να αναδείξουν τα «λάθη» τους, αδράνησαν στην διαχείριση των κόκκινων δανείων. Ειδικά των επιχειρηματικών.

Αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας ήταν η ανούσια στήριξη προβληματικών εταιριών εις βάρος υγιών με αναπόφευκτη την διεύρυνση του αριθμού των εταιριών που από υγιείς «μεταλλάχθηκαν» σε προβληματικές. Επακόλουθο η μη ύπαρξη επιλογής αγοράς του καταναλωτικού ή στεγαστικού δανείου από τους ίδιους τους ιδιώτες δανειολήπτες  καθώς η σχετική ανυπαρξία αποτελεσματικού διαχειριστικού πλαισίου δεν απελευθέρωνε κονδύλια προς την κατεύθυνση αυτή.

Έστω και με καθυστέρηση, η ορθή εφαρμογή του νέου «κώδικα» θα οδηγήσει τις τράπεζες στο τραπέζι των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων όσων έχουν προοπτική επιβίωσης και διατήρησης των θέσεων εργασίας και εξυπηρέτησης για τους ιδιώτες. Δυστυχώς όμως, η συνεκτίμηση της υποχρέωσης προς το SSM και της μνημονιακής υποχρέωσης ορθολογικότερης λειτουργίας των τραπεζών –εν δυνάμει μέσω πώλησης κόκκινων δανείων- δημιουργεί συνθήκες «κανιβαλισμού» και έντασης του φαύλου κύκλου που δεν φαίνεται πως σε τελική ανάλυση θα συμβάλει στην διαμόρφωση του επιθυμητού αποτελέσματος για την αναδιάταξη της Ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.

Τουλάχιστον όχι με τον τρόπου που έχουν κινηθεί μέχρι σήμερα οι εμπλεκόμενοι φορείς.