ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ.

Ένα εξαιρετικά δύσκολο δίμηνο έχει μπροστά της η Κυβέρνηση με ασφαλιστικό – εργασιακό αλλά και τα «κόκκινα δανεια» μέρος δεύτερο. Ο πρωθυπουργός έχει ήδη ξεκινήσει το «μασάζ» σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να συγκρατήσει τις όποιες πιθανές διαρροές. Ωστόσο πόσο εφικτό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο με δεδομένες τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις , με ανοιχτό το ενδεχόμενο περικοπών και στις κύριες, αλλά και τις ομαδικές απολύσεις να παραμένουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η Κυβέρνηση μπορεί να πέρασε αναίμακτα το νομοσχέδιο για τα κόκκινα δάνεια στο πρώτο σκέλος του που αφορά στα επιχειρηματικά. Φυσικά βασική προϋπόθεση είναι να μην αποτολμήσει η Κυβέρνηση να δώσει στα χέρια ξένων κερδοσκόπων και διεθνών funds την πρώτη κατοικία των πολιτών.
Ας δούμε τώρα πώς μπορεί μια υπερχρεωμένη επιχείρηση να επωφεληθεί από την πώληση του δανείου της σε ξένους επενδυτές.
«Με το Ν.4354/2015 θεσμοθετήθηκε η λειτουργία στην πραγματικότητα μιας «δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων» με τη χορήγηση αδειών σε ξένες εταιρίες για την αγοραπωλησία και τη διαχείριση τους.
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των μεγάλων επιχειρήσεων εκτιμάται σε 40 δισ. ευρώ και των στεγαστικών όχι πρώτης κατοικίας υπολογίζεται σε 16 δισ. ευρώ. Μετά τις 15 Φεβρουαρίου αναμένεται να προστεθούν περισσότερες κατηγορίες δανείων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου οι δανειολήπτες και οι εγγυητές θα ειδοποιούνται εντός 12 μηνών πριν την μεταβίβαση με εξώδικη πρόσκληση να προχωρήσουν σε διακανονισμό ενώ μετά την αγορά των δανείων τους από ξένες εταιρίες, αυτές θα υποχρεούνται να κάνουν προτάσεις διευθέτησης των ληξιπρόθεσμων δανείων σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας και ο νόμος Κατσέλη που προστατεύει τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Αν δεν επιτευχθεί διευθέτηση, ωστόσο, θα μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίων των δανειοληπτών ενώ εκ προοιμίου θα μπορούν να ζητούν από τις τράπεζες άρση του τραπεζικού απορρήτου των οφειλετών. Οι τιμές πώλησης για τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις υπολογίζονται στα 4-5 σεντς του ευρώ για να έχει απόδοση, ενώ για τα δάνεια με μεγάλες υποθήκες οι τιμές μπορούν να φτάσουν τα 20-40σεντς ανάλογα με τις εμπράγματες εγγυήσεις και τις προβλέψεις που έχουν σχηματίσει. Πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο τοπίο.

Εφιαλτικό κατά τους περισσότερους.
Μήπως όμως υπάρχει κάτι θετικό, εάν επικεντρωθούμε στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρηματικών δανείων; Εάν δηλαδή ένα δάνειο του οποίου η «ονομαστική αξία» είναι πχ. στο 100%, αγοραστεί από ένα fund στο 20%, ποια είναι η συνήθης πρακτική, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό; Ο ιδιώτης επενδυτής, το fund, αποτιμά τον κίνδυνο και τις πιθανές αποδόσεις, όπως κάνει σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος του πλανήτη: Χρησιμοποιεί τα επενδυτικά εργαλεία πχ. της αποτίμησης παρούσας αξίας μέσω της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών, συνυπολογίζει και το ρίσκο της χώρας και αντιστοίχως, μέσω της προβλεπόμενης από τον «κανονισμό» επενδυτικής στρατηγικής, επιδιώκει εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (3,5,7 ή παραπάνω έτη) να αποκομίσει τα κέρδη που έχει ως στόχο.
Δεδομένου δε και του κινδύνου που ελλοχεύει σε τέτοιου είδους επενδύσεις, αντίστοιχα μεγαλύτερη θα είναι και η προσδοκώμενη απόδοση.
Για την Ελληνική αγορά, οι επιθυμητές αποδόσεις σε βάθος 3-5 ετών, πιθανώς θα υπολογίζονται περί το 15% ετησίως, άρα εάν επιτύχουν διπλασιασμό του κεφαλαίου τους, θα τους είναι υπερ-αρκετό.
Τι συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις; Τα funds διαπραγματεύονται την αγορά του δανείου στο 20% και εφόσον κερδίσουν σε διάστημα που προβλέπεται από την εκάστοτε στρατηγική που ακολουθούν (3,5, & χρόνια κλπ) ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε τέτοιου είδους υψηλού ρίσκου τοποθετήσεις, τότε αποεπενδύονται. Με βάση τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς, το προφίλ ρίσκου της χώρας και την προεξόφληση ταμειακών ροών της κάθε επιχείρησης σε παρούσα αξία, θεωρούμε ότι εάν η οικονομία ανακάμψει εντός του ορατού μέλλοντος, οι αποδόσεις θα είναι εντυπωσιακές και πιθανόν θα επιτύχουν να διπλασιάσουν τα κεφάλαιά τους εντός 3-5 ετών.
Σ’αυτή την περίπτωση, τα funds, εξ όσων γνωρίζουμε, προσπαθούν να «πείσουν» επενδυτές πιο μακροπρόθεσμους, private equities και στρατηγικούς-θεσμικούς επενδυτές, να αποκτήσουν συμμετοχή στις «αναδιαρθρωθείσες» εταιρείες, με σκοπό φυσικά και εκείνοι να έχουν κέρδος στο μέλλον. Με αυτό τον τρόπο, που δεν θα είναι βέβαια καθόλου ανώδυνος για τους παλαιούς ιδιοκτήτες, η ελληνική οικονομία από την άλλη μεριά θα διεθνοποιηθεί και οι απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις, έστω και με σοβαρότατη έκπτωση, θα εισέλθουν στην άνυδρη αγορά μας. Οι Τράπεζες φυσικά θα μπορέσουν, εάν η εξέλιξη είναι επιτυχής, να ανακτήσουν τα κεφάλαια που δάνεισαν, όχι φυσικά στο 100%, αλλά στο 40-50-60%. Και φυσικά το όφελος θα είναι πολύ μεγάλο, αφού από τις προβλέψεις για ζημίες 80-90% θα έχουν μόνον τις μισές. Οι δε δανειολήπτες-επιχειρήσεις, θα έχουν «διαγράψει» μεγάλο μέρος της αρχικής τους οφειλής. Επίσης, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι σε όλες τις περιπτώσεις θα απολεσθεί εντελώς το management των επιχειρήσεων. Το διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το έμψυχο δυναμικό της χώρας μας, το οποίο είναι εξαιρετικά κατηρτισμένο και ικανό.
H επέκταση της πρακτικής των πωλήσεων των δανείων ιδιωτών (στεγαστικών κλπ) θα αποτελέσει την ταφόπλακα της όποιας κυβέρνησης το αποτολμήσει.