ΚΕΛΔΑ: Δράσεις κατά παντός ανεπαρκούς ή παράνομου δικαστή

Με την υπ’ ριθμ. Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. 1353/Β΄/11.07.2008 ΦΕΚ, όπως αυτή εν συνεχεία τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17.01.2011 Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. 21/Β΄/17.01.2011 ΦΕΚ, απαγορεύτηκε να αναγράφονται στις Τραπεζικές Συμβάσεις και στο πεδίο των Γενικών Όρων Συναλλαγών όροι που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.

Ειδικότερα, η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση απαγορεύει να αναγράφονται στις Τραπεζικές συμβάσεις ως Γενικοί Όροι Συναλλαγών οι ακόλουθοι Όροι:

1) Σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων [κυμαινόμενου επιτοκίου]: α) όρος που προβλέπει την είσπραξη από το Πιστωτικό Ίδρυμα εξόδων “χρηματοδότησης”, “προέγκρισης δανείου”, ή “εξέτασης αιτήματος δανείου”, κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσόν του δανείου, β) όρος που προβλέπει την επιβολή ποσού “προμήθειας” ή “εξόδων φακέλου”, γ) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης, ή μέρους αυτής, ή των τόκων, ή των εξόδων το Πιστωτικό Ίδρυμα δύναται να καταγγείλει την σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας, δ) όρος που προβλέπει ως πρόσθετη ασφάλεια την εκχώρηση και μεταβίβαση στο Πιστωτικό Ίδρυμα των μισθωμάτων επί εκμισθωμένου από τον καταναλωτή ακινήτου, εφόσον το Πιστωτικό Ίδρυμα απαιτεί επιπλέον από τον καταναλωτή να εγγράψει υπέρ αυτού προσημείωση υποθήκης για ποσό που υπερκαλύπτει το ύψος του δανείου, να διατηρεί το ακίνητο ασφαλισμένο με δικαιούχο του ασφαλίσματος το ίδιο το Πιστωτικό ίδρυμα και να συνυπογράψει τη σύμβαση δανείου ως εγγυητής τρίτο πρόσωπο, ε) όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 – 868 Α.Κ., όπως εκάστοτε ισχύουν, ζ) όρος που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, η) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης μερικώς ή ολικώς του κεφαλαίου ” του δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο “, η οποία πραγματοποιείται μετά τον πρώτο χρόνο σύναψης της σύμβασης και εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση οφειλής, ο καταναλωτής θα καταβάλει ως αποζημίωση στο Πιστωτικό Ίδρυμα ποσό ίσο με ποσοστό επί του κεφαλαίου που καταβάλλεται πρόωρα, ή τόκους ορισμένων μηνών επί του κεφαλαίου αυτού. Επίσης, κάθε όρος που εξαρτά την άσκηση του προαναφερόμενου δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης από οποιοδήποτε αντάλλαγμα. “η) όρος που προβλέπει, στην περίπτωση στεγαστικού δανείου που χρησιμοποιείται για κατασκευή ή ανέγερση κατοικίας, ότι το δάνειο θα κατατίθεται σε δεσμευμένο λογαριασμό του οφειλέτη και ενώ η αποδέσμευση γίνεται σταδιακά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, ο δανειολήπτης επιβαρύνεται με τους τόκους του δανείου από την ημέρα που κατατίθεται το ποσόν στο δεσμευμένο λογαριασμό. Ο όρος απαγορεύεται ανεξάρτητα αν το ποσόν που κατατίθεται στο λογαριασμό του δανειολήπτη εκτοκίζεται με τόκο καταθέσεως”.

2. Σε συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών: “α) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από κατάστημα ή Αυτόματο Ταμειολογικό Μηχάνημα (ATM) του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος την καταβολή προμήθειας ή λειτουργικών εξόδων στο πιστωτικό ίδρυμα,” β) όρος που προβλέπει ότι ο συμβατικός τόκος με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του κατόχου πιστωτικής κάρτας στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) μπορεί να μεταβάλλεται από το Πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς να καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων, ορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή, γ) όρος που προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για την επίλυση διαφορών που θα προκύπτουν από την σύμβαση μεταξύ Πιστωτικού Ιδρύματος και καταναλωτή, δ) όρος που προβλέπει ότι αν, εντός συγκεκριμένης ταχθείσας από το Πιστωτικό Ίδρυμα προθεσμίας από την λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού (ή και άλλης ειδοποίησης οποτεδήποτε, για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα) ο κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν καθώς και το χρεωστικό του υπόλοιπο και δεν έχει πλέον το δικαίωμα να το αμφισβητήσει, ε) όρος που προβλέπει ότι το Πιστωτικό Ίδρυμα δύναται να καταγγείλει οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση ή αιτιολόγηση τη σύμβαση πίστωσης με τον κάτοχο (ή και να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση της κάρτας) καθώς και να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της σύμβασης, στ) όρος που προβλέπει την επιβάρυνση του καταναλωτή με ποσό προμήθειας ή εξόδων για την χορήγηση από το Πιστωτικό Ίδρυμα βεβαίωσης οφειλών, ζ) όρος που προβλέπει την αναπροσαρμογή του ύψους της ετήσιας συνδρομής πιστωτικής κάρτας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κατόχου της.

3. Σε συμβάσεις λογαριασμού καταθέσεως: α) όρος που προβλέπει ότι το Πιστωτικό Ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού. “β) όρος που προβλέπει ότι οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει το πιστωτικό ίδρυμα, βαρύνονται με έξοδα τήρησης και παρακολούθησης και κινήσεων,” “γ) όρος που προβλέπει ότι υποχρεώνεται ο καταθέτης να ειδοποιήσει αμέσως το πιστωτικό ίδρυμα, σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου καταθέσεων και ορίζει ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση,” “δ) όρος που προβλέπει την επιβολή εξόδων αδράνειας σε καταθετικούς λογαριασμούς που παραμένουν ακίνητοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το ελάχιστο διάστημα που ορίζει το πιστωτικό ίδρυμα,” “ε) όρος που προβλέπει ότι επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα για την κατάθεση σε λογαριασμό τρίτου που είναι πελάτης του πιστωτικού ιδρύματος,” “στ) όρος με τον οποίον επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα σε κάθε κίνηση λογαριασμού ταμιευτηρίου ή τρεχούμενου, αναφορικά με ανάληψη ή κατάθεση μετρητών ή επιταγής στα ταμεία, όταν οι κινήσεις υπερβαίνουν ορισμένο όριο που ορίζει η Τράπεζα, και” “ζ) όρος που περιορίζει την ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος μόνο για δόλο ή για βαρειά αμέλεια του υπαλλήλου της σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή σε εντολές πληρωμής, αποκλείοντας κατ` αυτόν τον τρόπο την ευθύνη του για ελαφρά αμέλεια.” Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας.

“Κεφάλαιο Β”

“Την απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν Ασφαλιστικές Εταιρίες με τους καταναλωτές, ως ακολούθως: α) όρος σε συμβάσεις ασφαλίσεως νοσοκομειακής περίθαλψης που επιτρέπει στην ασφαλιστική εταιρεία να προβαίνει, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ασφαλίσεως ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της ασφαλιστικής αυτής κάλυψης, σε αύξηση των ασφαλίστρων χωρίς να καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων, ορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή με βάση τα οποία θα γίνεται η αύξηση αυτή.”

Ενώ, λοιπόν, έχουν εκδοθεί οι ανωτέρω δύο Υπουργικές Αποφάσεις, οι οποίες αποτελούν από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμο του Κράτους, και οι οποίες, όπως ορίζεται στο σκεπτικό τους, εξεδόθησαν μετά την έκδοση αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων που έκριναν σχετικά με την καταχρηστικότητα των ανωτέρω όρων, εν τούτοις τα Ελληνικά Δικαστήρια, και ειδικότερα συγκεκριμένοι Δικαστές, δεν συμμορφώνονται ούτε με το περιεχόμενο των ανωτέρω αποφάσεων ούτε με το περιεχόμενο των ανωτέρω Νόμων. Συνακόλουθα, οι συγκεκριμένοι δικαστές είτε είναι ανεπαρκείς είτε ενώ γνωρίζουν τον νόμο εσκεμμένα αποφεύγουν την εφαρμογή του.

Ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος σε συνεργασία με τον βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης της Ένωσης Κεντρώων Γιάννη Σαρίδη ρώτησε τον υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μιχάλη Καλογήρου σχετικά με την ισχύ συγκεκριμένων υπουργικών αποφάσεων (βλέπε βίντεο).

Ο Σύλλογος μετά την σαφέστατη απάντηση του υπουργού ότι αυτές οι υπουργικές αποφάσεις (σχετικά με τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών των τραπεζών) αποτελούν νόμο του κράτους και βλέποντας ότι μερίδα δικαστών αποφεύγει να εφαρμόσει τον νόμο, είτε από άγνοια και συνεπώς ανεπάρκειά τους, είτε σκόπιμα κατά παράβαση του ίδιου του νόμου και των δεδικασμένων των Ελληνικών Δικαστηρίων, αποφάσισε την προσφυγή εναντίον κάθε Δικαστή που δεν θα εφαρμόζει τον συγκεκριμένο νόμο και θα ζητεί είτε την απόταξή τους από το Δικαστικό Σώμα είτε την ποινική και πειθαρχική του δίωξη, καθότι είναι αδιανόητο σε μία δημοκρατική πολιτεία η μη τήρηση των νόμων πρωτίστως από τους εφαρμοστές του. Είναι αδιανόητο ο Έλληνας Πολίτης να ζητά την έννομο προστασία του και ο Δικαστής να αγνοεί το νόμο ή να μην τον εφαρμόζει ενώ τον γνωρίζει. Στα πλαίσια αυτά ανακοινώνουμε δράσεις κατά παντός ανεπαρκούς ή παράνομου δικαστή, ούτως ώστε να προστατέψουμε όσα κεκτημένα μας δίδει ο νόμος και η έως τώρα νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων. Για εμάς είναι εμφανές ότι η σήψη και η παρακμή δεν είναι μόνον φαινόμενο των άλλων εξουσιών, δηλαδή της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (δηλαδή των πολιτικών), αλλά (δυστυχώς) έχει διεισδύσει και στον κορυφαίο θεσμό που είναι η δικαστική εξουσία της χώρας μας. Άλλως, πώς δύναται να αδρανεί στην εφαρμογή των νόμων, νόμων που θεσπίστηκαν μετά από δική της αμετάκλητη κρίση.